ιερονουμηνία

ιερονουμηνία
ἱερονουμηνία, ἡ (Α)
η γιορτή τής νουμηνίας, τής νέας σελήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + νουμηνία «νέα σελήνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱερονουμηνίαν — ἱερονουμηνίᾱν , ἱερονουμηνία feast of the new moon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՒԻՐԱՄՍԱԿ — ( ) NBH 2 0451 Chronological Sequence: 6c գ. ἰερομηνία, ἰερονουμηνία sacrum novilunium, sacra luna, calendae. Նուիրական նորամսութիւն. սրբազան ամսագլուխ կամ կաղանդ. *Դէպ եղեւ թերեւս արդարոյն (նոյի) ʼի գլուխս ամսոյն ծնեալ լինել յառաջին ամսոյն ըստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”